- γηρατείον
- τό1) старики, старые люди; 2) πλ. см. γήρας
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γερατειά — και γηρατειά, τα και γερατειό και γεράτειο και γηρατειό, το (Μ γερατειό και γηρατεῑον, το) η γεροντική ηλικία, τα γεράματα μσν. 1. ο γέρος 2. το γέρικο κορμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γερατειά < γερατεία, αναλογικός σχηματισμός προς το πρωτεία, < γέρα … Dictionary of Greek